- ροίζος
- ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Ανεοελλ.ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάταςμσν.(σχετικά με τους ψαλμούς) ανάγνωση με γοργό ρυθμόμσν.-αρχ.ο ήχος που παράγεται από τη γρήγορη κίνηση ενός σώματος, ιδίως ο συριγμός τού βέλους (α. «πολλῷ τῷ ῥοίζῳ τοῡ πάθους τῆς ψυχῆς ὑποσυρομένης», Ιωάνν. Χρυσ.β. «ῥοῑζος χειμάρρου, ὅν οὐ διαβήσονται», ΠΔγ. «καὶ πνευμάτων ῥοῑζον καὶ θαλάττης κτύπον». Πλούτ.δ. «ὀϊστῶν τε ῥοῑζον καὶ δοῡπον ἀκόντων», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. ο ρόχθος τών κυμάτων τής θάλασσας2. ο ήχος από την προφορά τού φθόγγου ρ3. η γρήγορη ορμητική κίνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥοῖζος (πιβ. < *ῥοῖβ-jος) συνδέεται μάλλον με τη συνώνυμη της ῥοῖβδος*, εφόσον δεχθούμε την ύπαρξη ρίζας *roi-gw. Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *ροισ-δος (πρβλ. φλοῖσ-βος)].
Dictionary of Greek. 2013.